- Δαρεικόν
- Δᾱρεικόν , Δαρεικόςdarikumasc acc sgΔᾱρεικόν , Δαρεικόςdarikuneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαρεικόν — δᾱρεικόν , Δαρεικός dariku masc acc sg δᾱρεικόν , Δαρεικός dariku neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… … Dictionary of Greek
ημιδαρεικόν — ἡμιδαρεικόν, το (Α) μισός δαρεικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαρεικόν «νόμισμα τής αρχ. Περσίας»] … Dictionary of Greek